- αεριωθούμενος
- -η, -ο1. ο ωθούμενος, κινούμενος με τη βοήθεια αερίων, που εκτοξεύονται από κινητήρες αεριωθήσεως2. (στην Αερον.) το ουδ. ως ουσ. το αεριωθούμενο.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. jet propelled].
Dictionary of Greek. 2013.